- κύανος
- ο (AM κύανος, ο, ηΑ και κυανός)βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτημσν.-αρχ.το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμααρχ.1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική ουσία για επίχριση τμημάτων όπλων και πανοπλιών και αντικειμένων από λίθο ή πλίνθο2. η γαλαζόπετρα («κυανῴ ἢ μίλτῷ φορύξας ὕδωρ», Ιπποκρ.)3. είδος πτηνού, πιθ. ο πετροκότσυφας («ἔστι δέ τις πετραῑος ᾧ ὄνομα κύανος... ποιεῑται δ' ἐπὶ τῶν πετρῶν τὰς διατριβάς», Αριστοτ.)4. το φυτό κενταύριο5. (κατά τον Ησύχ.) το νερό τής θάλασσας6. φρ. «σκευαστὸς κύανος»(σε αντιδιαστολή προς τον «αυτοφυή κύανο») κράμα κονιορτοποιημένου αζουρίτη και χυτής υάλου7. ως επίθ. κυανός, κυάνεος.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. μικρασιατικής προελεύσεως, που συνδέεται με χεττιτ. kuwanna(n)- «χαλκός, πολύτιμος λίθος». Η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (kuwano =κύανος ή κυανός).ΠΑΡ. κυανίζωαρχ.κυάνεος, κυανίτις.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κυανόχρους, κυανωπόςαρχ.κυάναιγις, κυανάμπυξ, κυανανθής, κυανάντυξ, κυαναυγής, κυαναύλαξ, κυανέμβολος, κυανοβαφής, κυανοβενθής, κυανοβλέφαρος, κυανοβόστρυχος, κυανοειδής, κυανόθριξ, κυανοκρήδεμνος, κυανόπεζα, κυανόπεπλος, κυανοπλόκαμος, κυανοπλόκος, κυανοπρώρειος, κυανόπρωρος, κυανόπτερος, κυανοπτέρυξ, κυανόστολος, κυανόφρυς, κυανοχαίτης, κυανοχίτων, κυανόχρως, κυανώπης].
Dictionary of Greek. 2013.